κατάβαση

κατάβαση
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 6 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα, 32 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμάνης του νομού Χίου.
* * *
η (AM κατάβασις) [καταβαίνω]
1. η πορεία προς τα κάτω, κατέβασμα, κάθοδος
2. η οδός, ή το μέρος από το οποίο κατεβαίνει κάποιος, καταβαθμός
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ.) η κίνηση τής φωνής από τους οξείς προς χαμηλότερους φθόγγους τής κλίμακας
μσν.
μτφ. πρωκτός
αρχ.
1. η κάθοδος από την άνω Ασία προς την παραλία
2. καταβάσιον*, τόπος όπου τοποθετούσαν τα λείψανα κάτω από το θυσιαστήριο τού ναού
3. η σύλληψη ιδέας στον νου
4. η λαβή από την οποία πιάνεται κάποιος για να κατεβεί («καὶ ὑποκάτωθεν χῶραι, ἔργον καταβάσεως», ΠΔ)
5. κατωφέρεια, κατηφοριά
6. ως κύριο όν. Κατάβασις
τίτλος έργο τού Δικαιάρχου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάβαση — η η ενέργεια του κατεβαίνω, κάθοδος, κατέβασμα: Η κατάβαση από την κορυφή του βουνού ήταν δύσκολη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβάσῃ — καταβάσηι , κατάβασις way down fem dat sg (epic) καταβά̱σῃ , καταβαίνω go aor part act fem dat sg (attic epic ionic) καταβά̱σῃ , καταβαίνω go aor subj act 3rd sg (doric) καταβά̱σῃ , καταβαίνω go fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροφώνιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Απόλλωνα και της Επικάστης, του Δία και της Ιοκάστης ή του Εργίνη, βασιλιά του Ορχομενού των Μινυών. Τον συγχέουν επίσης με τον Χθόνιο Ερμή, και γι’ αυτό τον έλεγαν γιο του Βάκχου και της Περσεφόνης. Παιδιά του Τ.… …   Dictionary of Greek

  • καταβατικός — ή, ό (AM καταβατικός, ή, όν) [καταβαίνω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάβαση 2. φρ. «καταβατικός άνεμος» άνεμος που κινείται προς τα κάτω, κατά μήκος τής πλαγιάς ενός βουνού, λόγω τής βαρύτητας μσν. φρ. «καταβατική σπαθέα»… …   Dictionary of Greek

  • Samos — Gemeinde Samos Δήμος Σάμου …   Deutsch Wikipedia

  • Λερναία — Αρχαιοελληνική μυστηριακή γιορτή, την οποία τελούσαν στη Λέρνα (βλ. λ.) προς τιμήν της Δήμητρας και του Διόνυσου. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στη περιοχή αυτή, κοντά στον Ερασίνο ποταμό, υπήρχε λίθινος περίβολος από τον οποίο πραγματοποιήθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • απόκλιση — (Αστρον.). Απόσταση ενός αστέρα από τον ουράνιο ισημερινό· μετριέται στον ουράνιο μεσημβρινό (κύκλος α.) που περνά από τον αστέρα και τους πόλους της ουράνιας σφαίρας. Μαζί με την ορθή αναφορά, αποτελεί το σύστημα των συντεταγμένων για τον… …   Dictionary of Greek

  • επανάπαυσις — ἐπανάπαυσις, η (AM) [επαναπαύω] εφησυχασμός, απαλλαγή από κάθε φροντίδα ή ανησυχία μσν. παροχή αναπαύσεως, ανακουφίσεως, ησυχίας αρχ. 1. κατάβαση 2. καταγωγή …   Dictionary of Greek

  • κάθεσις — κάθεσις, ἡ (Α) [καθίημι] 1. φορά προς τα κάτω, κάθοδος, κατάβαση («κατάβασις νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους», Επίκ.) 2. άφεση προς τα κάτω, κατέβασμα, πτώση («κάθεσις τῆς κόμης», Διογ. Λαέρ.) 3. παρουσίαση δράματος στη σκηνή, διδασκαλία δράματος 4.… …   Dictionary of Greek

  • κάθοδος — Το αρνητικό ηλεκτρόδιο (ηλεκτρόλυση). Επίσης, κ. είναι ένα από τα βασικά στοιχεία μιας θερμιονικής λυχνίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα ηλεκτρόδιο το οποίο, όταν θερμανθεί από ένα νήμα βολφραμίου που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”